- οπισσόδομος
- ὀπισσόδομος, ὁ (Α)βλ. οπισθόδομος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπισθόδομος — Το πίσω τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού, θέση αντίθετη προς τον πρόναο. Ο. είχαν οι περισσότεροι από τους ελληνικούς ναούς και ιδιαίτερα οι περίπτεροι. Ο ο. του Παρθενώνα στην Αθήνα σχημάτιζε τη δυτική στοά και κλεινόταν με υψηλά διάφρακτα, τα… … Dictionary of Greek